- σύσφιγμα
- σύσφιγμα, ατος, τό,A chain, v. foreg.; so [full] συσφίγξεις, αἱ, Aq.Ex.28.39 (sed leg. καὶ συσφίγξεις ([tense] fut.)).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σύσφιγμα — ίγματος, τὸ, Α [συσφίγγω] αυτό με το οποίο συσφίγγει κανείς κάτι, αλυσίδα … Dictionary of Greek